- μαργέλ(λ)ι
- τό1) край (колодца); 2) рубец, кромка, край (ткани)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαργελώνω — και μαργελλώνω (Μ μαργελώνω) φτειάχνω μαργέλι στην άκρη ενός πράγματος ή ρούχου, σχηματίζω αναδίπλωση στο άκρο φορέματος, στριφώνω, ρελιάζω («μαργελώνω το φόρεμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργελ(λ)ον] … Dictionary of Greek